σ(ι)αγμένος

σ(ι)αγμένος
και σ(ι)ασμένος, -η, -ο, Ν
βλ. σιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • ανακατατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος 1. κατατάσσω ξανά ή ακριβέστερα: Οι βοτανολόγοι ανακατάταξαν τα τελευταία χρόνια αρκετά φυτά. 2. κατατάσσομαι εκούσια ξανά στο στρατό: Ανακατατάχθηκε ως έφεδρος αξιωματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασυντάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, συντάσσω ξανά, αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ: Οι οικονομικές υπηρεσίες του κράτους πρέπει να ανασυνταχθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση του: Ο ορθοπεδικός βρήκε ότι το κάταγμά μου πρέπει να αναταχθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναταράζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. ανακινώ, ανακατώνω: Πριν πιεις το φάρμακό σου ανατάραζέ το στο μπουκάλι. 2. φέρνω άνω κάτω, συγχύζω: Ανατάραξες τον κόσμο με τις φωνές σου. 3. συγκλονίζω: Από το σεισμό αναταράχτηκε το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. τινάζω ψηλά, καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: Σχεδίαζαν να ανατινάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. 2. το μέσ., ανατινάζομαι σημαίνει επίσης και αναπηδώ, αναπετιέμαι: Ανατινάχτηκε από χαρά, όταν άκουσε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχαράσσω — αξα, άχτηκα, αγμένος, χαράσσω ξανά: Ήρθαν οι μηχανικοί για να αναχαράξουν το δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”